- ᾠδάριον
- ᾠδάριον [pron. full] [ᾰ], τό, Dim. of ᾠδή, Arr.Epict.3.23.21, Longin.41.2, Petron.53.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ᾠδάριον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ωδάριον — τὸ, Α υποκορ. τ. τού ᾠδή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ᾠδή + υποκορ. κατάλ. άριον (πρβλ. ᾠ άριον)] … Dictionary of Greek
ᾠδάρια — ᾠδάριον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρατηγός — Επώνυμο κερκυραϊκής οικογένειας, που καταγόταν από την Κρήτη. Ένας κλάδος της εγκαταστάθηκε στη Δαλματία. Κυριότερα μέλη της ήταν οι ακόλουθοι: 1. Αντώνιος. Σπούδασε φιλοσοφία στην Ιταλία και υπήρξε μέλος της Ακαδημίας των Αβλαβών και καθηγητής… … Dictionary of Greek
Άνθη Ευλαβείας — Μικρή ποιητική συλλογή, που εκδόθηκε το 1708 στη Βενετία με κείμενα των μαθητών του Φλαγγινιανού Ελληνομουσείου. Κύριο θέμα έχουν την Κοίμηση της Θεοτόκου και είναι γραμμένα στην αρχαία ελληνική, τη λατινική, την ιταλική και τη νέα ελληνική… … Dictionary of Greek
Κωνσταντίνος ο Σικελιώτης — (τέλη 9ου – αρχές 10ου αι. μ.Χ.). Βυζαντινός λόγιος. Ήταν μαθητής και φίλος του αυτοκράτορα Λέοντα Γ’ του Σοφού και έγραψε διάφορα ποιήματα στα οποία κυριαρχούν τα ανακρεόντεια μέτρα. Τα κυριότερα από αυτά είναι τρία ποιήματα που απευθύνονται… … Dictionary of Greek